- ὑφάδιον
- ὑφάδιονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υφάδι — το / ὑφάδιον, ΝΜΑ, και φάδι ΝΜ το σύνολο νημάτων ενός υφάσματος που είναι κάθετα προς την ούγια του και προς τα νήματα τού στημονιού, αλλ. κρόκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑφη + υποκορ. κατάλ. άδιον (πρβλ. κοπ άδι[ον]). Ο τ. φάδι, με σίγηση τού αρκτικού… … Dictionary of Greek
φαδάζω — Α (κατά τον Ησύχ.) «γνάμπτω». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αποτελεί, κατά την επικρατέστερη άποψη, μετονοματικό παρ. τού τ. φάδι* (< ὑφάδιον) και επομένως ορθότερη θα πρέπει να θεωρηθεί η γρφ. φαδιάζω] … Dictionary of Greek